επιχειρίδια

επιχειρίδια
τα
γάντια στρατιωτικής στολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χείρ + υποκορ. κατάλ. πληθ. -ίδια. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γεώργ. Ι. Αγγελόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”